Doric for ἄλλοτε.
dór. v. ἄλλοτε.
[Seite 104] dor. für ἄλλοτε, z. B. Theocr. 4, 43.
dor. c. ἄλλοτε.
ἄλλοκα: дор. = ἄλλοτε.
ἄλλοκα: Αἰολ. ἀντὶ ἄλλοτε, Θεόκρ.
ἄλλοκα ἄλλοςδωρικός τύπος αντί ἄλλοτε.
ἄλλοκα: Αιολ. και Δωρ. αντί ἄλλοτε.