ἄναθλος
English (LSJ)
ἄναθλον, unathletic, Luc.Cal.12.
Spanish (DGE)
-ον poco deportivo, ἀνταγωνιστής Luc.Cal.12.
German (Pape)
[Seite 188] kampflos, nicht streitbar.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
impropre à la lutte.
Étymologie: ἀ, ἆθλος.
Russian (Dvoretsky)
ἄναθλος: негодный для борьбы, небоеспособный Luc.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἄναθλος: -ον, αυτός που δεν έχει ανταγωνισμό, μη πολεμοχαρής, απόλεμος, σε Λουκ.