ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
• Alolema(s): Ἀνακωνᾶςadv. en Anacea St.Byz.s.u. Ἀνακαία.
in Ἀνακαία.