ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
ao. de βούλομαι.
ἐβουλήθην: Παθ. αόρ. αʹ του βούλομαι.
ἐβουλήθην: и ἠβουλήθην aor. к βούλομαι.