ἐβουλήθην

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source

French (Bailly abrégé)

ao. de βούλομαι.

Greek Monotonic

ἐβουλήθην: Παθ. αόρ. αʹ του βούλομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐβουλήθην: и ἠβουλήθην aor. к βούλομαι.