ἐγκολπιστέον

From LSJ

ξύλον ἀγκύλον οὐδέποτ' ὀρθόν → a bent board is never straight

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκολπιστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐγκολπίζω, δεῖ ἐγκολπίζειν, Γερμ. Κ/πόλεως, Cod. Coisl. 278, φύλλ. 215 v0.

Spanish (DGE)

hay que aceptar εἴ τι καλῶς εἴρηται Mich.in EN 619.32.