ἐγχώννυμι

English (LSJ)

or ἐγχωνύω,
A fill up by depositing earth, of rivers, Plb.4.40.4 (Pass.); ἐ. τάφρον App.BC5.36.
II throw in earth, εἰς τάφρον ἐνεχώννυον ib.2.75, cf. D.S.17.42.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): -νύω App.BC 2.75
• Morfología: [med. perf. part. ἐγκεχωσμένος Gr.Nyss.Mort.39.20, Ast.Am.Hom.10.7.3, Dion.Ar.DN 4.2, ἐγκεχωμένος IG 22.244.82 (IV a.C.); pas. fut. inf. ἐγχωσθήσεσθαι Plb.4.40.4]
I tr.
1 rellenar de tierra o escombros τὴν τάφρον App.BC 5.36, cf. 2.74, τὸν ... ἔκρουν D.S.4.22, τὸν ποταμόν ID 409A.10 (II d.C.)
en v. pas. ἐγχωννύσθω ὁ τόπος Hero Dioptr.18, cf. 19, Polyaen.5.10.3
c. ac. y giro prep. tirar, arrojar como escombro εἰς τὴν τάφρον αὐτὸ (τὸ τεῖχος) ἐνεχώννυον lo tiraron como escombro (el muro) al foso App.l.c., en v. pas. ἡ λατύπη ἡ ἐγκεχωμένη el escombro amontonado, IG l.c., τῆς ἐγχωννυμένης εἰς τὰ ὀρύγματα γῆς de una mina, Posidon.235
abs. hacer un montón en medio con árboles para protegerse de las olas, D.S.17.42.
2 enterrar, en v. pas. ref. los muertos λείψανα (τῶν μαρτύρων) ἐγκεχωσμένα Ast.Am.l.c., ref. la semilla, Cyr.Al.Luc.1.55.3.
II intr., en v. med. y med.-pas.
1 rellenarse, colmatarse φαμὲν ... χρόνῳ ... ἐγχωσθήσεσθαι τήν τε Μαιῶτιν καὶ τοῦτον (Πόντον) Plb.l.c.
2 yacer bajo tierra part. perf. neutr. subst. τὰ ἐγκεχωσμένα los seres que viven bajo tierra Dion.Ar.l.c.
3 fig. recubrirse οἱ τῇ παχύτητι τοῦ σώματος ἐγκεχωσμένοι los revestidos de la materialidad corpórea Gr.Nyss.l.c.
ocultarse, esconderse τὰ μικρὰ τῶν βοτρύων ... τοῖς φύλλοις ἐγκεχωσμένα Cyr.Al.M.71.1001B.

German (Pape)

[Seite 714] (s. χώννυμι), auch ἐγχόω, zuschütten, zudämmen; πόντον Pol. 4, 40, 4; τάφρον App. Civ. 5, 36; hineinschütten, D. Sic. 17, 42; εἰς τὴν τάφρον App. Civ. 2, 75.

Russian (Dvoretsky)

ἐγχώννῡμι: (fut. ἐγχώσω) заваливать землей, засыпать (τὸν ἔκρουν ἐγχῶσαι Diod.; φαμὲν ἐγχωσθήσεσθαι τὴν Μαιῶτιν Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγχώννῡμι: ἢ -ύω, μέλλ. -χώσω: - πληρῶ διὰ χώματος, ἐπὶ ποταμῶν, Πολύβ. 4. 40, 4· - ἐγχ. τάφρον Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 36. ΙΙ. ἐγχέω, ἐπιρρίπτω χῶμα, εἰς τάφρον αὐτόθι 2. 75, πρβλ. Διόδ. 17. 42.

Greek Monolingual

ἐγχώννυμι (AM) (Α και ἐγχωννύω)
μσν.
(για φυτά) βάζω μέσα στο χώμα
αρχ.
1. γεμίζω με χώμα
2. (για ποταμούς) κάνω πρόσχωση.