ἐδυνέατο

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. impf. ion. de δύναμαι.

Greek Monotonic

ἐδυνέατο: Ιων. αντί ἐδύναντο, γʹ πληθ. παρατ. του δύναμαι.