ἐθελοκωφεύω

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek (Liddell-Scott)

ἐθελοκωφεύω: προσποιοῦμαι τὸν κωφόν, κάμνω ὅτι δὲν ἀκούω, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 202, Στράβων 36.