ἐκδίδαγμα
English (LSJ)
[ῐ], ατος, τό, prentice-work, κερκίδος E.Ion1419.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [-ῐ-]
aprendizaje c. gen. κερκίδος E.Io 1419.
German (Pape)
[Seite 757] τό, Probearbeit des Lehrlings, Eur. Ion 1419.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
apprentissage.
Étymologie: ἐκδιδάσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκδίδαγμα: ατος τό ученическая работа, опыт: ἐ. κερκίδος Eur. проба ткацкого челнока, т. е. приготовленная неопытными руками ткань.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδίδαγμα: τό, δοκίμιον μαθητοῦ· ὑπόδειγμα, Εὐρ. Ἴων 1419.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἐκδίδαγμα: -ατος, τό, δοκίμιο του μαθητή, δείγμα, υπόδειγμα, σε Ευρ.