ἐκδιαίνομαι
From LSJ
Spanish (DGE)
reblandecerse, ablandarse c. ac. de rel. χαλκὸς ... τὴν σύστασιν ἐκδιαινόμενος καὶ ἀναχεόμενος Leont.H.Monoph.M.86.1816C.
reblandecerse, ablandarse c. ac. de rel. χαλκὸς ... τὴν σύστασιν ἐκδιαινόμενος καὶ ἀναχεόμενος Leont.H.Monoph.M.86.1816C.