ἐκθυλακόω

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Spanish (DGE)

sacar de en v. pas. (τὸ βρέφος) ἐκθυλακοῦται νηδύος Ps.Caes.139.74.