ἐκμαρτύρομαι
English (LSJ)
[ῡ],
A prove by evidence, τι Just.Nov.22.14.
2 abs., give testimony, ib.91.2.
Spanish (DGE)
jur.
1 testificar, probar mediante testimonio τὸ δὲ τῆς γυναικὸς ἐκμαρτύρεται μέρος Iust.Nou.91.2, τῷ πατρὶ ταῦτα εἶπε τε καὶ ἐξεμαρτύρατο Iust.Nou.97.1, c. dos ac. εἰ δὲ ἡ μὲν ταῦτα ἐξεμαρτύρατο τὸν πατέρα Iust.Nou.97.1.
2 ratificar ante testigos αὐτὸ τοῦτο una notificación, Iust.Nou.22.14.
Greek Monolingual
ἐκμαρτύρομαι (AM)
1. αποδεικνύω με τεκμήρια, παρέχω αποδείξεις για κάτι
2. καταθέτω μαρτυρία.