ἐκτέταμαι

From LSJ

περιστάσεις ἄνδρα δεικνύουσιν → circumstances show the man

Source

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. de ἐκτείνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτέταμαι: pf. pass. к ἐκτείνω.