ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland
v. λαμβάνω.
ἐλήφθην: Παθ. αόρ. αʹ του λαμβάνω.
ἐλήφθην: aor. pass. к λαμβάνω.