ἐλήφθην Search Google

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source

French (Bailly abrégé)

v. λαμβάνω.

Greek Monotonic

ἐλήφθην: Παθ. αόρ. αʹ του λαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐλήφθην: aor. pass. к λαμβάνω.