ἐμπεριειλέω

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Spanish (DGE)

envolver en v. pas. ῥίζα ... ἐμπεριειλουμένη τοῖς πλησιάζουσι θάμνοις Orib.12.π.10.