ἐμπεριστρέφομαι
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπεριστρέφομαι: περιστρέφομαι ἐν, ταῖς αὐλαῖς ἐμπεριστρεφομένῳ Κ. Μανασσ. Χρον. 23C.
Spanish (DGE)
rodearse de c. dat. πᾶς δὲ ζῶν ἀλογίστως τοῖς ὁμοίως βλάπτουσιν ἐμπεριστρέφεται todo el que vive irracionalmente se rodea de los que son igualmente dañinos Procop.Gaz.M.87.1421B
•estar envuelto fig. τῇ ἐμμερίμνῳ σχέσει Procop.Gaz.M.87.1484D.