ἐναπογράφομαι

English (LSJ)

[γρᾰ], inscribe for oneself, [τὸ ἡγεμονικὸν] εἰς τοῦτο ἑκάστην τῶν ἐννοιῶν ἐναπογράφεται Placit.4.11.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναπογράφομαι: Μέσ., γράφω εἴς τι, εἰς τοῦτο μίαν ἑκάστην τῶν ἐννοιῶν ἐναπογράφεται Πλούτ. 2. 900Β. ― Παθ., νόμοι... οὐκ ἐν πλαξί... δακτύλῳ γεγραμμέναις κυρίου, ἀλλ’ ἐν καρδίαις ἀνθρώπων ἐναπογεγραμμένοι Κλήμ. Ἀλ. 307.

Russian (Dvoretsky)

ἐναπογράφομαι: вписывать, вносить (εἴς τι Plut.).