ἐναπόκλειστος
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Greek (Liddell-Scott)
ἐναπόκλειστος: -ον, ἀπόκλειστος ἔν τινι, Γ. Κεδρ. τ. Α΄, 774. 2, ἔκδ. Β.
Spanish (DGE)
-ον
encerrado (ἐν ... πύργῳ) Anon.in Rh.108.33, cf. Cat.Cod.Astr.8(1).264.8.