ἐνδεδομένως

From LSJ

μηδεμίαν εἶναι προθεσμίαν τῆς ἐπιλήψεως → there shall be no limit of time set to making a claim

Source

German (Pape)

[Seite 831] nachgelassen, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδεδομένως: Ἐπίρρ. ἐκ τῆς μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. τοῦ ἐνδίδωμι, ἀμελῶς, «ἐκλελυμένως» Σουΐδ. ἐν λέξει: ὑφειμένως, πρβλ. Φωτ. Λέξ. Συναγ.

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. ἐνδιδ- Phot., Sud.s.u. ὑφειμένως
adv. sobre el part. perf. pas. de ἐνδίδωμι sumisamente glos. a ὑφειμένως Hsch.υ 905, Sud.l.c., Phot.l.c.