ἐνώριος

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source

Spanish (DGE)

-ον
evidente, obvio πάντα ἐνώρια τοῖς συνιοῦσι (var. antigua de ἐνώπιος en LXX Pr.8.9) Cyr.Al.Dial.Trin.5.571a.