ἐνώπιος
English (LSJ)
ἐνώπιον, (ὤψ)
A facing, to the front, πρό τ' ἐνώπια Alc.Supp.4.17; ἐνώπιος ἐνωπίῳ λαλεῖν = speak face to face, LXXEx.33.11; ἄρτοι ἐνώπιοι = showbread, shewbread, ib.25.29(30); διαστολῶν γεγονυιῶν ὑμῖν καὶ ἐνοπίοις (sic) καὶ διὰ γραμμάτων, in person, UPZ110.36(ii B. C.), cf. Sammelb.3925.6(ii B. C.).
II neut. ἐνώπιον as adverb, face to face, Theoc.22.152; in person, IG12(5).1061.10 (Carthaea), PTeb.14.13 (ii B. C.): as preposition c. gen., Aeschin. 3.43 codd., PCair.Zen.73.14 (iii B. C.), PGrenf.1.38.11 (ii/i B. C.), Ep.Rom.12.17, Ep.Gal.1.20, Hermog.Inv.1.1; ἐ. θεῶν SIG2843.7 (Delph., ii A. D.). Regul. Adv. ἐνωπίως = face to face, in front of Suid.
Spanish (DGE)
-ον
A I1esp. en AT o pap. que está en presencia o está ante el rostro ἐνώπιον εἶδον ὀφθέντα μοι LXX Ge.16.14, καὶ ἐλάλησεν κύριος πρὸς Μωυσῆν ἐ. ἐνωπίῳ y habló el Señor a Moisés cara a cara LXX Ex.33.11, ἄρτοι ἐνώπιοι panes de la faz o la presencia ref. los «panes del compromiso», LXX Ex.25.30
•en pap. ref. pers. en presencia, de viva voz παρηγγελκότε[ς] Ταγῶτι μὲν ἐνωπίῳ BGU 1248.6 (II a.C.), cf. PSI 1328.56 (III d.C.), διαστολῶν γεγονυιῶν ὑμῖν καὶ ἐνωπίοις καὶ διὰ γραμμάτων UPZ 110.36 (II a.C.).
2 en doc. en persona, personalmente, en propia mano ἐ. αὐτὰ ἀπέδωκε IG 12(5).1061.10 (Ceos III a.C.), μεταδοθέντος ... ἀντιγράφου ... ἐνωπίῳ entregada la copia (por mi) en propia mano, PFam.Teb.29.23 (II d.C.).
3 que está a la vista, de palabras claro, directo πάντα (τὰ ῥήματα) ἐνώπια τοῖς συνιοῦσιν LXX Pr.8.9, cf. Lex.Seg.
II subst. τὰ ἐνώπια arq. muros frontales o delanteros de un edificio, fachada ἅρματα δ' ἔκλιναν πρὸς ἐνώπια παμφανόωντα Il.8.435, cf. 13.261, Od.4.42, 22.121, προτ' ἐνώπια Alc.58.17, Διὸς κόρα, ἔχουσα σέμν' ἐνώπι' ἀσφαλῆ la hija de Zeus que protege los sagrados muros A.Supp.146, cf. S.Fr.269a.27, en sg. ἑκατέρῳ ἐνωπίῳ τῶν στοῶν ID 442B.245 (II a.C.)
•interpr. tb. como muros del patio interior que están opuestos al de entrada op. προνώπια Hsch.
III adv.
1 ac. neutr. ἐνώπιον = cara a cara, a la cara πολλάκις ὔμμιν ἐ. ἀμφοτέροισιν ... τάδ' ἔειπα muchas veces encarándome a vosotros dos os he dicho esto Theoc.22.152
•en persona, personalmente τῷ ... Ἡρᾶτι παρηγγελκότες ἐ. ἀπαντᾶν ... PTeb.14.13 (II a.C.), cf. PMich.615.34 (III d.C.)
•tb. en dat. ἐνωπίῳ: μεταδοθέντος ... ἀντιγράφου ... ἐνωπίῳ entregada la copia (por mi) en persona, PFam.Teb.29.23, cf. PPolit.Iud.20.4 (ambos II a.C.).
2 ἐνωπίως = cara a cara, delante Cosm.Ind.Top.3.56, Sud., Zonar.
B ἐνώπιον usado como prep. impropia de gen.
I 1ante, delante ἀνηγορεύοντο ἐ. ἁπάντων τῶν Ἑλλήνων Aeschin.3.43 (cód.), cf. Hierocl.Facet.111, Callinic.Mon.V.Hyp.24.57, ὡς ἂν ἔλθωσιν τὰ πρώβατα πιεῖν ἐ. τῶν ῥάβδων LXX Ge.30.38, νόμον ... ὃν ἐγὼ δίδωμι ἐ. ὑμῶν ley que yo expongo ante vosotros LXX De.4.8, ἀπήγγειλεν ἐ. παντὸς τοῦ λαοῦ Eu.Luc.8.47, ἀνὴρ ἔστη ἐ. μου Act.Ap.10.30
•en el AT y NT frec. indic. respeto ante un ser superior ante el rostro de, ante εὐλαβεῖτο γὰρ κατεμβλέψαι ἐ. τοῦ θεοῦ pues sentía pudor de levantar la mirada ante Dios LXX Ex.3.6, cf. 22.8, ἔπεσεν ἐ. Δαυιδ ... καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ LXX 1Re.25.23, cf. Eu.Luc.4.7, ἀναστῆναι ἐ. σου LXX Ge.31.35, τοῖς πρεσβυτέροις, οἳ ἦσαν παρεστῶτες ἐ. Σαλωμων LXX 3Re.12.6, cf. 1Re.16.21, παρεστηκὼς ἐ. αὐτῆς (τῆς κιβωτοῦ) prestando servicio ante ella (el arca de la alianza), LXX Id.20.28, ἐ. τοῦ θρόνου αὐτοῦ Apoc.1.4
•en presencia de, a la vista de προσπηδήσας μοι ἐ. τινων ... ἔτυπτεν PGrenf.1.38.11 (II/I a.C.), cf. POxy.3929.7 (III d.C.), ἐ. τῶν υἱῶν Ισραηλ LXX Le.24.8, αἱ ἐλεημοσύναι σου ἐμνήσθησαν ἐ. τοῦ θεοῦ Act.Ap.10.31, ἐ. τῆς μητρός Hermog.Inu.1.1 (p.95), frec. en juram. y testimonios διαμαρτυρομένου μου αὐτῷ ἐ. Αἰγύπτου PCair.Zen.73.14 (III a.C.), ἐ. τῶν προγεγραμμένων θεῶν SIG2 843.7 (Hiámpolis II d.C.), ἐ. μαρτύρων ante testigos Aesop.57.2, ἰδοῦ ἐ. τοῦ θεοῦ ὅτι οὐ ψεύδομαι Ep.Gal.1.20
•tb. indic. compañía junto con ἐκάλεσεν αὐτὸν ... καὶ ἔφαγεν ἐ. αὐτοῦ LXX 2Re.11.13.
2 entre γίνεται χαρὰ ἐ. τῶν ἀγγέλων τοῦ θεοῦ Eu.Luc.15.10.
II fig.
1 en vida de ἀπέθανεν Αρραν ἐνώπιον Θαρα τοῦ πατρός LXX Ge.11.28.
2 a los ojos de, en opinión, a juicio de εὗρον χάριν ἐ. τοῦ βασιλέως LXX Es.5.8, ὁδοὶ ἀφρόνων ὀρθαὶ ἐ. αὐτῶν LXX Pr.12.15, προνοούμενοι καλὰ ἐ. πάντων ἀνθρώπων Ep.Rom.12.17
•a veces equiv. a un dat. ἤρεσεν ἐ. αὐτῶν πάντα todo les complació LXX 1Re.3.36, ἤρεσεν ὁ λόγος ἐ. παντὸς τοῦ πλήθους Act.Ap.6.5
•en nombre de τὴν ἐξουσίαν τοῦ πρώτου θηρίου πᾶσαν ποιεῖ ἐ. αὐτοῦ ejerció toda la autoridad de la primera bestia en nombre de ella, Apoc.13.12.
3 contra ἥμαρτον ἐ. τοῦ θεοῦ αὐτῶν LXX Iu.5.17, τί ἡμάρτηκα ἐ. τοῦ πατρός σου; LXX 1Re.20.1, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐ. σου Eu.Luc.15.18.
German (Pape)
[Seite 861] im Angesicht, sichtbar, gegenwärtig; ὔμμιν ἐνώπιος ἔειπα Theocr. 22, 152; LXX. Gew. ἐνώπιον, adverbial, mit dem gen., in Gegenwart, vor, coram, N.T. u. a. Sp.; – ἐνωπίως, VLL. ἔμπροσθεν.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. qui est face à face;
II. τὰ ἐνώπια :
1 mur intérieur en face de la porte située au fond du vestibule;
2 aspect.
Étymologie: ἐνωπή.
Russian (Dvoretsky)
ἐνώπιος: находящийся перед глазами, присутствующий: ὔμμιν ἐ. (v.l. ἐνώπιον) τάδ᾽ ἔειπα Theocr. я говорил это в вашем присутствии.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνώπιος: -ον, (ὤψ) κατὰ πρόσωπον, Θεόκρ. 22. 152. ΙΙ. οὐδ., ἐνώπιον, ὡς πρόθ. μετὰ γεν., ὡς τὸ Λατ. coram, Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιβʹ, 17, π. Γαλ. αʹ, 20.
Greek Monolingual
(AM ἐνώπιος, -ον)
(το ουδ. ως επίρρ. ή πρόθ. με γεν.) ενώπιον
κατά πρόσωπο, μπροστά σε κάποιον
(α. «ενώπιον εμού του συμβολαιογράφου» β. «ενώπιόν του εστάθησαν αρματωμένοι πάντες», Χρον. Mορ.
γ. «ἐνώπιον ἁπάντων τῶν Ἑλλήνων», Αισχίν.)
αρχ.
1. αντιμέτωπος («καί ἐλάλησε κύριος πρὸς Μωϋσῆν ἐνώπιος ἐνωπίῳ», ΠΔ)
2. (δοτ. πληθ. ως επίρρ.) ἐνωπίοις
αυτοπροσώπως («διαστολῶν ἡμῖν καὶ ἐνωπίοις καὶ διὰ γραμμάτων», πάπ.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐνώπιον
προσωπικά, χέρι με χέρι («μετάδος ἐνώπιον, ὡς καθήκει», πάπ.)
4. φρ. «ἐνώπιοι ἄρτοι» — άρτοι προσφοράς.
επίρρ...
ἐνωπίως
ενώπιον.
Greek Monotonic
ἐνώπιος: -ον (ὤψ),
I. αυτός που βρίσκεται κατά πρόσωπο, πρόσωπο με πρόσωπο, σε Θεόκρ.
II. ουδ. ἐνώπιον, πρόθ. με γεν., όπως το Λατ. coram, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ἐνώπιος, ον adj ὤψ
I. face to face, Theocr.
II. neut. ἐνώπιον, prep. with genitive, like Lat. coram, NTest.