ἐξαγνίζω

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Spanish (DGE)

dedicar en v. pas. δῶρον Gr.Naz.M.37.1043A.

Greek Monolingual

αγνίζω
καθιστώ κάποιον και πάλι αγνό, καθαρίζω από ηθικό παράπτωμα ή έγκλημα.