ἐξαπάγω

From LSJ

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαπάγω: ἀπάγω, Γελάσ. 1256Β.

Spanish (DGE)

1 desviar fig. τῆς ἀνάγκης τῶν νοημάτων πρὸς τὴν θεωρίαν ἡμᾶς ταύτην ἐξαπαγούσης Gr.Nyss.Eun.3.4.1.
2 en v. med.-pas. extraviarse, errar εἰ οὖν ... ἐξαπαχθεὶς ἄν τις ἀνθρωπόμορφον λέξοι τὸν θεόν Anon.HE 2.14.1.