ἐξ ἅπαντος
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
Spanish (DGE)
ἐξάπαντος
• Grafía: divissim ἐξ ἅπαντος
adv.
1 con seguridad, de todas todas οὐκ ἐξάπαντος εἰς ἀγαθὸν τελευτῶσα (μεταβολή) Gal.9.482, cf. CNic.(325) Can.12, 15, 19.
2 totalmente θεϊκὸν ὄνομα ... ἐξάπαντος καὶ τὸ τοῦ ἁγίου πνεύματος Didym.Trin.2.6.4.10.