ἐπίσκοπα

From LSJ

μή πῃ ἡμῖν ἀπαμβλύνεται ἄλλο τι δικαιοσύνη → has our idea of justice in any way lost the edge

Source

Russian (Dvoretsky)

ἐπίσκοπα: adv. метко, в цель (τοξεύειν Her.).