ἐπακολούθησις
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A cognizance, concurrence, PRyl.233.14 (ii A. D.), etc.; γράμματα ἐπακολουθήσεως documents in proof of compliance, i.e. settlement of debts, POxy.1473.8 (iii A.D.).
2 consequence, κατ' ἐ. consequentially, opp. προηγουμένως, Stoic.2.333, Stoic. ap.Plu.2.1015c, M.Ant.6.44, S.E.M.1.194; result, εὐεξία κατ' ἐ. τῆς ὑγιείας συνισταμένη Gal.19.382.
German (Pape)
[Seite 896] ἡ, das Folgen, die Folge, Sp., wie M. Anton. 6, 44; κατ' ἐπακολούθησιν, Gegensatz κατὰ προηγούμενον λόγον, Plut. Cons. ad Apoll. p. 357. S. das Vor.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
suite, conséquence.
Étymologie: ἐπακολουθέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπᾰκολούθησις: -εως, ἡ, ἐπακολουθία, Μ. Ἀντων. 6. 44˙ οὔτι τῶν κατ’ ἐπακολούθησιν, τῶν κατ’ ἀκολουθίαν, Πλούτ. 2. 117D.
Russian (Dvoretsky)
ἐπᾰκολούθησις: εως ἡ
1 следование Plut.;
2 Plut. = ἐπακολούθημα.