ἐπακολούθημα

From LSJ

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰκολούθημα Medium diacritics: ἐπακολούθημα Low diacritics: επακολούθημα Capitals: ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΗΜΑ
Transliteration A: epakoloúthēma Transliteration B: epakolouthēma Transliteration C: epakoloythima Beta Code: e)pakolou/qhma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A consequence, τινός Plu.Nic.4, Plot.6.2.9, Iamb.in Nic.p.38P. (pl.); κατ' ἐπακολούθημα consequentially, Alex.Aphr.Fat.178.13, S.E.M.7.34; τὰ κατ' ἐ. πάθη Anon.Lond.1.29.
II secondary consideration, Him.Ecl. 3.19.

German (Pape)

[Seite 896] τό, die Folge, Sp., wie Plut. Nic. 4; – κατ' ἐπ., entgeggstzt dem προηγουμένως, Sext. Emp. adv. math. 7, 34. S. das Folgde.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
suite, conséquence.
Étymologie: ἐπακολουθέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπᾰκολούθημα: ατος τό (по)следствие (μεγαλουργίας Plut.): προηγουμένως …, κατ᾽ ἐ. Sext. сначала …, впоследствии.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰκολούθημα: τό, τὸ ἐπακολουθοῦν τι, ἀποτέλεσμα, εὐσεβείας ἐπακολούθημα τὴν τοιαύτην χάριν καὶ δημαγωγίαν γενέσθαι Πλουτ. Νικ. 4., Κλήμ. Ἀλ. 331, Σέξτ. Ἐμπ. 177. 15.

Greek Monolingual

το (Α ἐπακολούθημα) επακολουθώ
ό,τι επακολουθεί, συνέπεια, αποτέλεσμα, επακόλουθο
αρχ.-μσν.
δευτερεύουσα σκέψη.

Greek Monotonic

ἐπᾰκολούθημα: -ατος, τό, επακόλουθο, συνέπεια, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἐπᾰκολούθημα, ατος, τό, [from ἐπᾰκολουθέω]
a consequence, Plut.