ἐπακολούθημα
Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan
English (LSJ)
-ατος, τό,
A consequence, τινός Plu.Nic.4, Plot.6.2.9, Iamb.in Nic.p.38P. (pl.); κατ' ἐπακολούθημα consequentially, Alex.Aphr.Fat.178.13, S.E.M.7.34; τὰ κατ' ἐ. πάθη Anon.Lond.1.29.
II secondary consideration, Him.Ecl. 3.19.
German (Pape)
[Seite 896] τό, die Folge, Sp., wie Plut. Nic. 4; – κατ' ἐπ., entgeggstzt dem προηγουμένως, Sext. Emp. adv. math. 7, 34. S. das Folgde.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
suite, conséquence.
Étymologie: ἐπακολουθέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπᾰκολούθημα: ατος τό (по)следствие (μεγαλουργίας Plut.): προηγουμένως …, κατ᾽ ἐ. Sext. сначала …, впоследствии.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπᾰκολούθημα: τό, τὸ ἐπακολουθοῦν τι, ἀποτέλεσμα, εὐσεβείας ἐπακολούθημα τὴν τοιαύτην χάριν καὶ δημαγωγίαν γενέσθαι Πλουτ. Νικ. 4., Κλήμ. Ἀλ. 331, Σέξτ. Ἐμπ. 177. 15.
Greek Monolingual
το (Α ἐπακολούθημα) επακολουθώ
ό,τι επακολουθεί, συνέπεια, αποτέλεσμα, επακόλουθο
αρχ.-μσν.
δευτερεύουσα σκέψη.
Greek Monotonic
ἐπᾰκολούθημα: -ατος, τό, επακόλουθο, συνέπεια, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἐπᾰκολούθημα, ατος, τό, [from ἐπᾰκολουθέω]
a consequence, Plut.