ἐπιρραψῳδέω
English (LSJ)
recite in accompaniment, ἔπη Luc.Nec.4; ἐ. ἔπη τινί upon him, Philostr.Her.2.9.
French (Bailly abrégé)
ἐπιρραψῳδῶ :
litt. coudre des paroles à un air, réciter en accompagnement.
Étymologie: ἐπί, ῥαψῳδέω.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
ἐπιρραψῳδέω: произносить, читать, декламировать под музыку (ἔπη Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρραψῳδέω: ἐπᾴδω ἐν εἴδει ῥαψῳδίας, ἔπη Λουκ. Νεκ. 4· ἐπ. ἔπη τινί, ἐπάνω εἴς τινα, Φιλόστρ. 682.
Greek Monotonic
ἐπιρραψῳδέω: μέλ. -ήσω, προσθέτω εν είδει ραψωδίας, σε Λουκ.
Middle Liddell
fut. ήσω
to recite in accompaniment, Luc.