ῥαψῳδέω
Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist
English (LSJ)
A recite poems, esp. those of Homer, τί δή ποτ' οὖν.. ῥαψῳδεῖς.. περιιών; Pl.Ion 541b; ἅ τε εὖ ῥαψῳδεῖ καὶ ἃ μή ib.533c, cf. Isoc. 12.33; of the poems of Archilochus, Clearch.61; τι περί τινος Luc. JConf.1:—Pass., of the poems, to be recited, Lycurg.102.
2 abs., Arist.Po.1462a6; of Homer and Hesiod, ῥ. περιιόντας reciting or declaiming, Pl.R. 600d; Ξενοφάνης.. ἐρραψῴδει τὰ ἑαυτοῦ D.L.9.18; ἐμμέτρως ἐρρ. πρὸς ἄνδρας φίλους Luc.Nec.1.
3 in contemptuous sense, repeat by heart or repeat by rote, declaim, οὐδὲν.. ἀλλ' ἢ ῥαψῳδήσουσιν οἱ πρέσβεις περιιόντες D.14.12, cf. 25.2, Luc.DMort.15.2; [λόγοι] ῥαψῳδούμενοι ἄνευ ἀνακρίσεως καὶ διδαχῆς Pl.Phdr.277e, cf. Phld.Rh.2.39S.
II c. acc. pers., sing of one, celebrate, τοὺς ἀνδρείους Ar.Ec. 679.
German (Pape)
[Seite 836] ein Rhapsode sein, d. i. die Gedichte Anderer als ein Rhapsode vortragen; Plat. Ion 541 b; Ὅμηρον, Rep. X, 600 d; ῥαψῳδεῖν ἔσται τοῖς παιδαρίοισιν τοὺς ἀνδρείους, Ar. Eccl. 678; ῥαψῳδεῖσθαι τὰ ἔπη, Lycurg. 102; zuweilen auch von eigenen Gedichten, D. L. 9, 18; – übh. etwas auswendig Gelerntes hersagen, bes. mit dem tadelnden Nebenbegriffe des mechanischen Herplapperns, ohne lebendigen Anteil an dem Vorgetragenen zu nehmen, bes. von Plato's Zeit an (vgl. ῥαψῳδός), unnützes Geschwätz treiben, οἱ ῥαψῳδούμενοι λόγοι, Plat. Phaedr. 277 e, wo Heind. zu vgl.; μάτην ἐῤῥαψῳδηκότες, Dem. 25, 2, vgl. 14, 12; Sp., wie Luc. Cont. 7 Pisc. 3 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ῥαψῳδῶ :
1 être rhapsode, càd « coudre ou ajuster des chants » ; réciter en public des fragments de poèmes épiques;
2 p. ext. réciter comme un rhapsode, càd machinalement.
Étymologie: ῥαψῳδός.
Russian (Dvoretsky)
ῥαψῳδέω: ῥάπτω
1 быть рапсодом Plat.;
2 рассказывать эпические поэмы или петь эпические поэмы Plat. etc.: ῥ. τι περί τινος Luc. повествовать что-л. о чем-л.;
3 воспевать, прославлять (τοὺς ἀνδρείους Arph.);
4 презр. говорить по-заученному Dem.: λόγοι ῥαψῳδούμενοι Plat. заученные речи.
Greek (Liddell-Scott)
ῥαψῳδέω: εἶμαι ῥαψῳδός, ἀπαγγέλλω τὰ ποιήματα ἑτέρου τινός, μάλιστα τοῦ Ὁμήρου, τί δή ποτ’ οὖν ... ῥαψῳδεῖς ... περιιών; Πλάτ. Ἴων 541Β· ἅ τε εὖ ῥαψῳδεῖ ἅ τε μὴ αὐτόθι 533C, πρβλ. Ἰσοκρ. 239D· τι περί τινος Λουκιανοῦ Ζεὺς Ἐλεγχόμενος 1· - Παθ., ἐπὶ τῶν ποιημάτων, ἀπαγγέλλομαι, Λυκοῦργ. 461. 41. 2) ἀπολ., Ἀριστ. Ποιητ. 26, 6· - ἐπὶ τοῦ Ὁμ. καὶ Ἡσιόδ. ῥ. περιιόντας, ἀπαγγέλλειν τὰ ἴδια ποιήματα, Πλάτ. Πολ. 600D, πρβλ. Διογ. Λ. 9. 18· ἐμμέτρως ῥ. πρὸς φίλους Λουκ. Νεκυομαντ. 1. 3) περιφρονητικῶς, ἀπαγγέλλω ἀπὸ στήθους, μανθάνω καὶ λέγω τι ἀπὸ μνήμης, Δημ. 181. 14, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 15. 2· λόγοι ἄνευ ἀνακρίσεως καὶ διδαχῆς ῥαψῳδούμενοι Πλάτ. Φαῖδρ. 277Ε· ματ’ ἀπαρ., ἐξακολουθῶ λέγων ὅτι …, Δημ. 770. 13. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., ᾄδω περί τινος, ἐγκωμιάζω, τοὺς ἀνδρείους Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 679.
Greek Monolingual
ραψωδέω, ῥαψῳδέω, Α ῥαψῳδός
1. είμαι ραψωδός, απαγγέλλω ως ραψωδός ενώπιον κοινού ποιήματα άλλων (α. «ἅ τε εὖ ῥαψῳδεῖ καὶ ἅ μή», Πλάτ.
β. «οἶμαι γὰρ ἄν παῦσαι τοὺς ἐν τῷ Λυκείῳ ῥαψῳδοῦντας τἀκείνων», Ισοκρ.)
2. απαγγέλλω τα ποιήματά μου (α. «Ἡσίοδον ῥαψωδεῖν ἄν περιιόντας, εἰών», Πλάτ.
β. «Ξενοφάνης ἐρραψώδει τὰ ἑαυτοῦ», Διογ. Λαέρ.)
3. εκφωνώ κάτι από μνήμης, μηχανικά (α. «οὐδὲν... ἀλλ' ἤ ῥαψῳδήσουσιν οἱ πρέσβεις περιιόντες», Δημοσθ.
θ. «λόγοι ἄνευ ἀνακρίσεως καὶ διδαχῆς ῥαψῳδούμενοι», Πλάτ.)
4. επαινώ, εγκωμιάζω κάποιον.
Greek Monotonic
ῥαψῳδέω: μέλ. -ήσω (ῥαψῳδός)·
1. απαγγέλλω επικά ποιήματα, σε Πλάτ.
2. περιφρονητικά, απαγγέλλω απ' έξω, αποστηθίζω ή παπαγαλίζω, απαγγέλλω με στόμφο, ρητορεύω, αγορεύω, σε Δημ., Λουκ.· με απαρ., εξακολουθώ να λέω ότι..., σε Δημ.
Middle Liddell
ῥαψῳδός
1. to recite epic poems, Plat.
2. in contemptuous sense, to repeat by heart or rote, to declaim, Dem., Luc.; c. inf. to keep saying that . ., Dem.