ἐπιστηρίζομαι

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστηρίζομαι: опираться (ἔν τινι Arst. и τινι Luc.).