ἐρίγληνος

English (LSJ)

ἐρίγληνον, with large eye-balls, full-eyed, Opp.C.1.310.

German (Pape)

[Seite 1028] mit großem Augapfel, großäugig, Opp. Cyn. 1, 310.

Greek Monolingual

ἐρίγληνος, -ον (Α)
αυτός που έχει μεγάλους τους βολβούς τών ματιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτατικό μόριο) + -γληνος (< γλήνη «κόρη του ματιού»)].