ἐφόβηθεν

From LSJ

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. épq. ao. Pass. de φοβέω.

Greek Monotonic

ἐφόβηθεν: Επικ. γʹ πληθ. Παθ. αορ. αʹ του φοβέω.