ἑπτάκλινος
English (LSJ)
ἑπτάκλινον, with seven couches or beds, οἶκος Phryn. Com.66, X.Smp.2.18; κοιτών Callix. I; and without οἶκος, Tim.Com.I; θὲς ἑπτάκλινον place seven seats, Eub.121; τὸ δέρμα κατέχει εἰς ἑ. ἀποταθέν provides sitting-room for seven, Arist.HA630a22: hence, as a measure of area, Ph.Bel.80.48.
German (Pape)
[Seite 1012] mit sieben Tischlagern, Betten, Xen. Conv. 2, 18; οἶκος Phryn. com. u. Eubul. bei Ath. IL, 47 f V, 205 d; τὸ ἑπτάκλινον, ein Speisezimmer von sieben Lagern, Arist. H. A. 10, 46 Ath. VI, 243 d.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à sept lits de table.
Étymologie: ἑπτά, κλίνη.
Russian (Dvoretsky)
ἑπτάκλῑνος: вмещающий семь лож (кроватей) (οἶκος Xen., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑπτάκλῑνος: -ον, ἔχων ἑπτὰ ἀνάκλιντρα ἢ κλίνας, οἶκος Φρύν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 5, Ξεν. Συμπ. 2. 18˙ κοιτὼν Καλλίξενος παρ’ Ἀθην. 205C·· καὶ ἄνευ τοῦ οἶκος ἦ κοιτών, Τιμόθ. ἐν «Κυναρίῳ» 1˙ θὲς ἑπτάκλινον, βάλε ἑπτὰ ἀνάκλιντρα ἢ κλίνας, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 12˙ ἑπτάκλινον, τό, ὡς μέτρον χώρου, τὸ δέρμα κατέχει εἰς ἑπτ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 1.
Greek Monolingual
ἑπτάκλινος, -ον (Α) κλίνη
αυτός που έχει επτά κλίνες ή ανάκλιντρα (α. «οἶκος ἑπτάκλινος», Ξεν.
β. «κοιτών ἑπτάκλινος», Καλλίξ.)
2. φρ. «θές ἑπτάκλινον» — τοποθέτησε καθίσματα για εφτά
3. μέτρο εμβαδού.
Greek Monotonic
ἑπτάκλῑνος: -ον, αυτός που διαθέτει εφτά καθίσματα ή εφτά κλίνες, εφτά κρεβάτια, σε Ξεν.