ἑσταώς

From LSJ

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73

Greek Monotonic

ἑσταώς: πληθ. -αότες, ποιητ. αντί ἑστηκώς, -ηκότες, μτχ. παρακ. του ἵστημι.