ἑτεροδιδάσκαλος

German (Pape)

[Seite 1048] der Anderes lehrt, Irrlehrer, Euseb.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui enseigne une autre, une fausse doctrine.
Étymologie: ἕτερος, διδάσκαλος.

Greek Monolingual

ἑτεροδιδάσκαλος, ὁ (Α)
αυτός που δεν διδάσκει την αλήθεια, ο αιρετικός («διὰ τῆς τῶν ἑτεροδιδασκάλων ἀπάτης», Ευσ.).

Greek Monotonic

ἑτεροδιδάσκαλος: ὁ, αυτός που διδάσκει κάτι λανθασμένο, αιρετικός.

Middle Liddell

ἑτερο-διδάσκαλος, ὁ,
one who teaches error.