πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
SourceFrench (Bailly abrégé)
1ᵉ sg. ao.2 dor. de βαίνω;
3ᵉ pl. ao.2 poét. de βαίνω.
Greek Monotonic
ἔβᾰν: Επικ. αντί ἔβησαν, γʹ πληθ. αόρ. βʹ του βαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἔβαν: и ἔβᾱσαν эп. (= ἔβησαν) 3 л. pl. aor. к βαίνω.