ἔβαν

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source

French (Bailly abrégé)

1ᵉ sg. ao.2 dor. de βαίνω;
3ᵉ pl. ao.2 poét. de βαίνω.

Greek Monotonic

ἔβᾰν: Επικ. αντί ἔβησαν, γʹ πληθ. αόρ. βʹ του βαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἔβαν: и ἔβᾱσαν эп. (= ἔβησαν) 3 л. pl. aor. к βαίνω.