διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit
1ᵉ sg. ao.2 dor. de βαίνω;3ᵉ pl. ao.2 poét. de βαίνω.
ἔβᾰν: Επικ. αντί ἔβησαν, γʹ πληθ. αόρ. βʹ του βαίνω.
ἔβαν: и ἔβᾱσαν эп. (= ἔβησαν) 3 л. pl. aor. к βαίνω.