ἔβρων

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source

French (Bailly abrégé)

v. βιβρώσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἔβρων: aor. 2 к βιβρώσκω.