ἔδωκα

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source

French (Bailly abrégé)

ao. de δίδωμι.

Greek Monotonic

ἔδωκα: αόρ. αʹ του δίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

ἔδωκα: aor. 1 к δίδωμι.