ἔδωκα

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source

French (Bailly abrégé)

ao. de δίδωμι.

Greek Monotonic

ἔδωκα: αόρ. αʹ του δίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

ἔδωκα: aor. 1 к δίδωμι.