ἔλιπον

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

French (Bailly abrégé)

v. λείπω.

Greek Monotonic

ἔλῐπον: αόρ. βʹ του λείπω.

Russian (Dvoretsky)

ἔλιπον: aor. 2 к λείπω.