ἔμικτο

From LSJ

στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → for no one loves the messenger who brings bad news

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἔμικτο: ἴδε μίγνυμι.

Greek Monotonic

ἔμικτο: γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αόρ. βʹ του μίγνυμι.