ἔμικτο

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἔμικτο: ἴδε μίγνυμι.

Greek Monotonic

ἔμικτο: γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αόρ. βʹ του μίγνυμι.