ἔμμαθον

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

French (Bailly abrégé)

ao.2 épq. de μανθάνω.

Russian (Dvoretsky)

ἔμμαθον: эп. = ἔμαθον.