στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
ao.2 épq. de μανθάνω.
ἔμμαθον: эп. = ἔμαθον.