ἔντευγμα

English (LSJ)

-ατος, τό, = ἔντευξις, D.S.39.9.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 hallazgo, algo que se encuentra por casualidad Apollon.Lex.105.26, Sch.Ar.Au.430c.
2 estudio, lectura ἐπαγρυπνῶν τοῖς τῆς στρατηγίας ἐντεύγμασι dedicando sus horas de vigilia a los estudios sobre estrategia D.S.38/39.9.

German (Pape)

[Seite 855] erkl. Apoll. L. H. κύρμα. Bei D. Sic. = ἔντευξις.

Greek (Liddell-Scott)

ἔντευγμα: τό, = ἔντευξις, Διοδ. Ἀποσπ. 616. 15.

Russian (Dvoretsky)

ἔντευγμα: ατος τό Diod. = ἔντευξις 1.