ἔντευξις
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
English (LSJ)
-εως, ἡ, (ἐντυγχάνω)
A lighting upon, meeting with, c. dat., αἱ τοῖς λῃσταῖς ἐντεύξεις Pl.Plt. 298d.
2 converse, intercourse, πρὸς τοὺς πολλούς Arist.Rh.1355a29: c. gen., Vit.Philonid.p.7C.; ἐντεύξεις ποιεῖσθαί τισι = hold converse with... Isoc.1.20; [ἡ πραγματεία] χρήσιμος πρὸς τὰς ἐ. Arist.Top. 101a27, cf. Metaph.1009a17, etc.; τὴν ἡλικίαν τῇ ἐντεύξει γνωρίζομεν Sor.2.8.
b manners, behaviour, Aeschin.2.47, Thphr. Char.5.1, 20.1.
c esp. sexual intercourse, Epicur.Sent.Vat.51, Fr.61.
3 ἐντεύξεις ὀχλικαί = speeches to the mob, D.H.Th.50.
4 petition, PSI 4.383.6 (iii B. C.), PFlor.55.18 (i A. D.), Plu.TG11, etc.; intercession for a person, D.S.16.55, Nic. Dam.Fr.130.7 J., 1 Ep.Ti.2.1(pl.).
5 reading, study, ἡ ἔντευξις τῆς πραγματείας Plb.1.1.4, etc.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I 1encuentro casual c. dat. de pers. τοῖς λῃσταῖς ἐντεύξεις Pl.Plt.298d, cf. Vit.Philonid.70, c. gen. subjet. κατὰ τὴν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἔντευξιν καὶ χρῆσιν en relación al descubrimiento y utilización por la naturaleza humana ref. a los géneros músicales, Plu.2.1137e
•encuentro, contacto κατὰ τὴν πρώτην ἔντευξιν D.S.17.114, cf. Synes.Ep.86, c. gen. obj. ἡ μὲν πρώτη ἔ. (τοῦ καρποῦ) πικρὰ ... τὸ δὲ ἐγκείμενον ἡδύ el primer contacto con el fruto es amargo, pero el contenido es dulce Gr.Nyss.V.Mos.142.17, cf. Hsch.s.u. ἀβολητύς.
2 relación, trato δι' ὁμιλίας ἢ φιλανθρώπου τινὸς ἐντεύξεως φθεῖραί τινα ἐπιστατούντων corromper a alguno de los vigilantes por medio de la conversación o un trato amistoso D.S.3.12, ἀηδεῖς πρὸς τὰς ἐντεύξεις Ptol.Tetr.3.14.16, cf. Plu.Pomp.1, ἔ. ... ἡδονῆς παρασκευαστική trato que proporciona agrado Thphr.Char.5.1, cf. 20.1, de la rel. sexual ἡ ἀφροδεισίων ἔ. Metrod. en SIFC 13.1936.269, ποιεῖσθαι τὴν ἔντευξιν hacer el amor Plu.2.655b.
3 fig., ref. al texto escrito lectura, estudio c. gen. obj. προκαλέσασθαι ... πάντα καὶ νέον καὶ πρεσβύτερον πρὸς τὴν ἔντευξιν τῆς πραγματείας atraer a cualquiera, joven o anciano, a la lectura de la obra Plb.1.1.4, τῶν γραφῶν Clem.Al.Strom.7.7.49, αὐτὰ ... ἀπὸ τῆς παλαιᾶς ἐντεύξεως ἀναπεπολημένα ésas son cosas recordadas de una antigua lectura Amel.Ep. en Porph.Plot.17.33, ἵνα μὴ δόξω ἀμύητος τῆς ἐντεύξεως γεγονέναι para que no parezca que no estoy iniciado en estos estudios Vett.Val.248.1, cf. ἐντυγχάνω II 3.
II rel. la palabra
1 modo de conversar, conversación c. gen. subjet. ἐρεῖν περί τε τῆς ἐντεύξεως τῆς Φιλίππου hablar acerca de la conversación de Filipo op. otras características de la pers. como ἰδέα ‘aspecto’ y ἐπιδεξιότης ‘destreza’, Aeschin.2.47
•concr. conversación, charla χρήσιμος ἡ πραγματεία ... πρὸς τὰς ἐντεύξεις Arist.Top.101a27, c. dat. τὰς ἐντεύξεις μὴ ποιοῦ πυκνὰς τοῖς αὐτοῖς Isoc.1.20, c. πρός y ac. ἡ πρὸς τοὺς πολλοὺς ἔ. Arist.Rh.1355a29, cf. Gal.19.232, Ath.Al.M.28.1497C
•frec. de súbditos c. reyes o ref. embajadas entrevista, audiencia ἐπαγγειλάμενος τῷ βασιλεῖ δι' ἐντεύξεως LXX 2Ma.4.8, previa a un acuerdo de paz OGI 5.6 (Escepsis IV a.C.), αἱ διαπρεσβείαι καὶ αἱ ἐντεύξεις Plb.5.67.11, οὐδεμίας ἐντεύξεως ... ἠξίωσαν αὐτόν D.S.17.76, cf. Plb.2.8.6, I.AI 16.301, πρὸς τοὺς πρεσβεύοντας Polyaen.4.6.2.
2 fil. enfrentamiento dialéctico, discusión c. πρός y ac. ἔστι δ' οὐχ ὁ αὐτὸς τρόπος πρὸς ἅπαντας τῆς ἐντεύξεως· οἱ μὲν γὰρ πειθοῦς δέονται οἱ δὲ βίας no es igual el tipo de discusión con todos; pues unos precisan persuasión pero otros obligación Arist.Metaph.1009a17, cf. Epicur.Nat.28.11.2.12.
3 medic. consulta, entrevista c. un paciente σημειωτέον τοίνυν τὴν ἡλικίαν τῇ ἐντεύξει hay que determinar la edad por medio de la entrevista Sor.3.2.37.
4 polít. discurso público, arenga τοῖς μὲν πρὸς τὰς ὀχλικὰς ἐντεύξεις παρεσκευασμένοις D.H.Th.50.2.
III rel. la súplica
1 petición, solicitud o súplica formal ἐντεύξεις ἐποιεῖτο παρακαλῶν ... αὐτὸν ἐκπέμψαι hizo varias solicitudes pidiendo que lo enviaran fuera Plb.5.35.4, δηλώσας τὴν προκεχειρισμένην ἔντευξιν D.S.16.55, junto a αἰτήσεις Vett.Val.185.4, cf. I.AI 16.268, Nic.Dam.Vit.Caes.27, 1Ep.Clem.63.2
•esp. admin., frec. en pap. petición oficial, instancia o solicitud que incluye el documento en que se expresa, gener. ptol. dirigida al rey ἡ ὑπογεγραμμένη σοι ἔ. PSI 383.4 (III a.C.), ἐκόμισέν μοι ἔντευξιν Ἐπίστρατος ἐπίγονος SB 12426.1 (III a.C.), cf. PMerton 59.19 (II a.C.), τῆς δεδομένης τοῖς βασιλεῦσιν ἐντεύξεως παρὰ Φιλίππου IFayoum 114.3 (I a.C.), cf. UPZ 26.1 (II d.C.), διωθουμένου δὲ τοῦ Ὀκταβίου τὴν ἔντευξιν rechazando Octavio la petición Plu.TG 11, tb. dirigida a autoridades romanas ἔ. τῷ κρ[ατίσ] τῳ ὑπατικῷ ... παρὰ κωμητῶν IHistriae 378.6 (II d.C.), cf. ITemple of Hibis 4.10 (I d.C.)
•tb. ref. a la audiencia o sesión petitoria ἐπὶ τὴν ἔντευξιν ταύτην ἐλήλυθεν IGBulg.4.2236.110 (III d.C.).
2 jur. demanda περὶ ἡμῶν PRyl.563.3 (III a.C.), cf. SB 13256.4 (III a.C.), τοῖς ἐν τῇ Θηβαίδι χρηματισταῖς ἐνέβαλον ἔντευξιν ... κατὰ τῆς Λοβαίτος PTor.Choachiti 12.2.5 (II a.C.), cf. PMerton 59.19 (II a.C.), Aristeas 252, DP 7.72.
3 gener. c. rég. prep. intercesión para c. gen. subjet. εἰς οὐδὲν πρότερον καταθέμενος τὴν αὑτοῦ σπουδὴν καὶ ἔντευξιν ἢ εἰς φίλου σωτηρίαν Nic.Dam.Vit.Caes.127.7, abs. πρὸ[ς] τὸ διὰ τῆς ἐκείνου ἐντεύξεως τυγχάνειν ἐμὲ μὲν τῶν δικαίων POxy.3464.30 (I d.C.)
•relig., dirigida a la divinidad intercesión, plegaria, oración ποιεῖσθαι τὰς πρὸς τὸ θεῖον ἐντεύξεις Plu.Num.14, ἐντεύξεις ... ὑπὲρ πάντων ἀνθρώπων 1Ep.Ti.2.1, ἁγιάζεται γὰρ (πᾶν κτίσμα θεοῦ) διὰ λόγου θεοῦ καὶ ἐντεύξεως (toda criatura de Dios) se santifica por medio de la palabra de Dios y de la oración 1Ep.Ti.4.5, cf. Origenes Or.14.2, Herm.Mand.5.1.6, c. gen. subjet. αἱ τῶν ἀνθρώπων ἐντεύξεις Origenes Cels.5.4.
German (Pape)
[Seite 855] ἡ (ἐντυγχάνω), das Zusammentreffen, Vegegnen; αἱ τοῖς λῃσταῖς ἐντεύξεις Plat. Polit. 298 d; ἡ πρὸς τοὺς πολλοὺς ἔντευξις, der Verkehr mit dem großen Haufen, Arist. rhet. 1, 1; ἐντεύξεις ὀχλικαί, Volksreden, D. Hal. iud. Thuc. 50; Zusammenkunft u. bes. Unterredung, Φιλίππου, mit Ph., Aesch. 2, 47; ἐντεύξεις ποιεῖσθαί τινι, sich mit Einem unterhalten, Isocr. 1, 20; Pol. 5, 35, 4; ἡ πρὸς Κροῖσον ἔντευξις Plut. Sol. 27; a. Sp.; das Anreden, bes. Bitte, Fürbitte, D. Sic. 16, 55; Plut. Tib. Graech. 11; Luc. Scyth. 6 u. a. Sp.; – τῆς πραγματείας, das Lesen, Pol. 1, 1, 4. 9, 1, 3.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de rencontrer ; p. suite
1 entrevue, entretien, conférence : τινος, πρός τινα avec qqn ; ἐντεύξεις ποιεῖσθαί τινι ISOCR s'aboucher avec qqn, avoir des entrevues, une entrevue avec lui ; particul. relations intimes;
2 p. ext. requête, demande.
Étymologie: ἐντυγχάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἔντευξις: εως ἡ
1 встреча (τινι Plat.);
2 общение, обхождение (πρός τινας Arst.);
3 посещение, беседа (τινος Aeschin. и πρός τινα Plut.): ἐντεύξεις ποιεῖσθαί τινι Isocr., Polyb. иметь беседы с кем-л.;
4 предложение, просьба (ἔντευξιν δέχεσθαι Polyb. или διωθεῖσθαι Plut.);
5 чтение (τῆς πραγματείας Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔντευξις: -εως, ἡ, τὸ ἐντυγχάνειν, ἡ συντυχία, συνάντησις, μετὰ δοτ., καὶ πρὸς τὰς τοῖς λῃσταῖς ἐντεύξεις Πλάτ. Πολιτικ. 298C. 2) συνέντευξις μετά τινος, περὶ τῆς ἐντεύξεως τῆς Φιλίππου Αἰσχίν. 34. 19, Ἀριστ. Τοπ. 1. 2, 1· πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 5, 3· πρός τινα ὁ αὐτ. Ρητ. 1. 1, 12· ἔντευξιν ποιεῖσθαί τινι, ἐντυγχάνειν αὐτῷ, λαμβάνειν μετ’ αὐτοῦ συνέντευξιν, τὰς ἐντεύξεις μὴ πυκνὰς ποιοῦ, μηδὲ μακρὰς περὶ τῶν αὐτῶν Ἰσοκρ. 6Β· ὡσαύτως ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, συνουσία, ἂν... διὰ χρόνου ποιῆται τὴν ἔντευξιν Πλούτ. 2. 655Β, κτλ. 3) ἐντεύξεις ὀχλικαί, ὁμιλίαι πρὸς τὸν ὄχλον, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 50. 4) αἴτησις, Συλλ. Ἐπιγρ. 2829. 11, Πλουτ. Τιβ. Γράκχ. 11: τὸ μεσιτεύειν ὑπέρ τινος, Διόδ. 16, 55, Καιν. Διαθ. 5) ἀνάγνωσις, μελέτη, Πολύβ. 1. 1, 4., 9. 1, 13, Κλήμ Ἀλ. Π. 469Β, κλ. 6) μορφή, ἐξωτερικὴ ὄψις, ποίας ἐντεύξεώς ἐστιν; τί μορφὴν ἔχει; τί λογῆς ἄνθρωπος εἶναι; Θεοφάν. 441. 13.
English (Strong)
from ἐντυγχάνω; an interview, i.e. (specially) supplication: intercession, prayer.
English (Thayer)
ἐντεύξεως, ἡ (ἐντυγχάνω, which see), a falling in with, meeting with (αἱ τοῖς λῃσταῖς ἐντεύξεις, Plato, politic., p. 298d.); an interview, a coming together, to visit, converse, or for any other cause; that for which an interview is held, a conference or conversation (Polybius, Diodorus, others), a petition, supplication (Diodorus 16,55; Josephus, Antiquities 15,3, 8; Plutarch, Tib. Gracch. 11); used of prayer to God: A. V. intercessions), Plutarch, Numbers 14 ποιεῖσθαι τάς πρός τό θεῖον ἐντεύξεις). (Synonym: see δέησις, at the end.)
Greek Monolingual
ἔντευξις, η (AM)
συναναστροφή
μσν.
μορφή, εξωτερική εμφάνιση
αρχ.
1. συνάντηση
2. ήθος, συμπεριφορά
3. συνουσία
4. ομιλία, λόγος
5. αίτηση
6. παράκληση, μεσιτεία
7. ανάγνωση, μελέτη.
Greek Monotonic
ἔντευξις: -εως, ἡ (ἐντυγχάνω),
1. τυχαία συνάντηση κάποιου, συναναστροφή, συνομιλία, γνωριμία, συνέρευση, επικοινωνία, τινος, με κάποιον, σε Αισχίν.
2. παράκληση, αίτηση, αναφορά, σε Πλούτ.· μεσολάβηση, συνηγορία, μεσιτεία για κάποιον, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ἔντευξις, εως ἐντυγχάνω
1. a lighting upon, meeting with, converse, intercourse, τινος with a person, Aeschin.
2. a petition, Plut.: intercession for a person, NTest.
Chinese
原文音譯:œnteuxij 恩-跳克西士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:在內-發生(著)
字義溯源:會談,祈求,代求;源自(ἐντυγχάνω)=面求);由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(τυγχάνω)*=蒙受)組成。參讀 (αἴτημα)同義字
出現次數:總共(2);提前(2)
譯字彙編:
1) 祈求(1) 提前4:5;
2) 代求(1) 提前2:1
Translations
conversation
Afrikaans: gesprek; Albanian: llafosje, bisedë; Arabic: مُحَادَثَة, مُكَالَمَة, حِوَار; Armenian: խոսակցություն, զրույց, երկխոսություն; Asturian: conversación; Azerbaijani: söhbət, qonuşma, danışıq; Basque: elkarrizketa; Belarusian: размова, гутарка; Bhojpuri: 𑂥𑂰𑂞𑂍𑂯𑂲; Bulgarian: разговор, беседа, диалог, общуване, разговаряне; Burmese: အပြော; Catalan: conversa, conversació; Chinese Mandarin: 會話/会话, 談話/谈话, 對話/对话; Cornish: keskows, keskowsow; Crimean Tatar: qonuşma, subet, musaabe; Czech: konverzace, rozhovor; Dalmatian: conversatiaun; Danish: konversation, samtale; Dutch: gesprek, conversatie; Esperanto: konversacio, interparolo; Estonian: vestlus; Faroese: samrøða, prát; Finnish: keskustelu; French: conversation; Galician: conversación, conversa; Georgian: საუბარი, ლაპარაკი; German: Gespräch, Unterhaltung, Konversation; Alemannic German: Underhaltig; Greek: συνομιλία, συζήτηση, συνδιάλλαξη, συνδιάλεξη, κουβέντα; Ancient Greek: διαλάλησις, διάλεκτος, διάλεξις, διαλογή, διαλογισμός, διάλογος, διατριβή, διερμήνευσις, ἔντευξις, ἐντυχία, κοινολογία, λαλιά, λαλιή, λέσχαι, λέσχη, λόγος, μῦθος, ξυνουσία, ξυντυχία, ὁμίλησις, ὁμιλία, ὁμιλίη, προλαλιά, συλλάλημα, συλλάλησις, συλλαλιά, συνομιλία, συνουσία, συνουσίασμα, συνουσιασμός, συνουσίη, συντυχία, συντυχίη, τὸ λάλον, τὸ ὁμιλητόν; Hausa: batu; Hebrew: שִׂיחָה; Hindi: बातचीत; Hungarian: beszélgetés, társalgás; Icelandic: samtal; Indonesian: percakapan; Irish: comhrá; Italian: conversazione, dialogo, discorso; Japanese: 会話, 談話, 対話, 話, カンバセーション; Kannada: ಸಂಭಾಷಣೆ; Kazakh: сөйлесім, әңгіме; Khmer: សន្ទនា; Korean: 대화(對話), 회화(會話), 이야기; Kurdish Central Kurdish: گفتوگۆ, بارودۆخ; Northern Kurdish: suhbet; Kyrgyz: сүйлөшүү; Ladino: kolokyo, charla, lakirdi; Lao: ການສົນທະນາ; Latin: colloquium, sermo; Latvian: saruna; Lithuanian: pokalbis; Luganda: emboozi; Luxembourgish: Gespréich; Macedonian: разговор; Magahi: 𑂏𑂪𑂥𑂰𑂞; Malay: perbualan, percakapan; Malayalam: സംഭാഷണം; Maori: reoreo; Marathi: संवाद, संभाषण; Mongolian Cyrillic: яриа, үг; Norman: convèrsâtion; Norwegian Bokmål: samtale, konversasjon; Nynorsk: samtale, konversasjon; Oromo: haasaa; Persian: گفتگو, صحبت, مکالمه; Polish: rozmowa, konwersacja; Portuguese: conversa, conversação; Romanian: conversație, convorbire; Russian: разговор, беседа; Scottish Gaelic: còmhradh, agallamh; Serbo-Croatian Cyrillic: ра̏згово̄р; Roman: rȁzgovōr; Slovak: konverzácia, rozhovor; Slovene: pogȏvor; Spanish: conversación; Swahili: mazungumzo; Swedish: samtal, konversation; Tajik: гуфтугӯ, сӯхбат, муколама; Telugu: సంభాషణ; Thai: การสนทนา; Tibetan: སྐད་ཆ, བཀའ་མོལ; Tok Pisin: toktok; Turkish: sohbet, konuşma, muhabbet, diyalog; Turkmen: gürrüň, söhbet; Ukrainian: розмова, бесіда; Urdu: بات چیت; Uyghur: سۆھبەت, سۆزلىشىش, دىئالوگ, پاراڭلىشىش; Uzbek: suhbat, gaplashish, gap, soʻz, mukolama; Vietnamese: đối thoại; Volapük: spikot, spikotam; Welsh: sgwrs, ymddiddan; West Frisian: petear; Yiddish: שמועס, געשפּרעך