ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
3ᵉ sg. impér. ao. de ἐπόρνυμι.
ἔπορσον: эп. 2 л. sing. imper. aor. к ἐπόρνυμι.
ἔπορσον: ἴδε ἐπόρνυμι.
ἔπορσον: προστ. αορ. αʹ του ἐπόρνυμι.