ἔπορσον

From LSJ

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. impér. ao. de ἐπόρνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἔπορσον: эп. 2 л. sing. imper. aor. к ἐπόρνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

ἔπορσον: ἴδε ἐπόρνυμι.

Greek Monotonic

ἔπορσον: προστ. αορ. αʹ του ἐπόρνυμι.