ἔπραξα

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source

French (Bailly abrégé)

v. πράσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἔπραξα: aor. 1 к πράσσω.