στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
pf. de ἔχω.
ἔσχηκα: -ημαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του ἔχω.
ἔσχηκα: pf. к ἔχω.