ἔφθασα

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source

French (Bailly abrégé)

ao. de φθάνω.

Greek Monotonic

ἔφθᾰσα: Δωρ. ἔφθαξα, αόρ. αʹ του φθάνω.

Russian (Dvoretsky)

ἔφθασα: aor. к φθάνω.