Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
v. δύναμαι.
ἠδυνήθην: (= ἐδυνήθην) Aesch., Thuc. aor. к δύναμαι.