ἠχθέσθην

From LSJ

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307

French (Bailly abrégé)

v. ἄχθομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἠχθέσθην: aor. к ἄχθομαι.