ἡλότυπος

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἡλότυπος: -ον, (τύπτω) τετρυπημένος δι’ ἥλων, καρφωμένος, χεῖρες Νόνν. Ἰω. 20, 20.

German (Pape)

mit Nägeln durchbohrt, angeschlagen, Nonn. par. 20.91.